- σάκχαρις
- -άρεως, η, ΝΑ(λόγιος τ.) η ζάχαρη.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. σάκχαρ (βλ. σάκχαρο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Zucker [1] — Zucker (Saccharum), gewisse, durch süßen Geschmack ausgezeichnete Substanzen des Pflanzen u. Thierreiches, welche aus Kohlenstoff, Wasserstoff u. Sauerstoff bestehen, durch Chlor od. gewisse Metallchloride beim Erwärmen auf 100° in schwarze… … Pierer's Universal-Lexikon
ζάκχαρις — και σάκχαρις και ζάχαρη, η η ζάχαρη. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ζάχαρη] … Dictionary of Greek
ζάλο — το (Μ ζάλο και ζάλον) 1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή 2. πήδημα 3. φρ. α) «στέκω σ ένα ζάλο» μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη β) «παίρνω τα ζάλα» προχωρώ γ) «ζάλο και ζάλο» βήμα βήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση τού… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… … Dictionary of Greek
ζυμπραγός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 300 μ., 72 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κισσάμου του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κολυμβαρίου. * * * ή, ό (Μ ζυμπραγός, ή, όν και ζιπραγός, ή, όν και τζημπαγός, ή, όν) δίδυμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπραγός <… … Dictionary of Greek
σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 … Dictionary of Greek
σακχαροδοχείο — το, Ν το ζαχαροδοχείο, η ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + δοχείο. Η λ., στον λόγιο τ. σακχαροδοχεῖον, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
σακχαρολαβίδα — η, Ν μικρή λαβίδα κατάλληλη για τη λήψη κύβων ζάχαρης από τη ζαχαριέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + λαβίς] … Dictionary of Greek
σακχαροποιός — ο, Ν ο ζαχαροποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκχαρις + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Σπ. Ι. Βαλέτα, Ιήτη] … Dictionary of Greek